- γαληνεία
- γαληνείᾱ , γαλήνειαfem nom/voc/acc dualγαληνείᾱ , γαλήνηstillness of the seafem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλήνεια — και (δωρ. τ.) γαλάνεια, η (Α) η γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλήνη, αναλογικός σχηματισμός προς τα αφηρημένα σε εια (πρβλ. σαφήνεια)] … Dictionary of Greek
γαλήνεια — fem nom/voc sg γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνείας — γαληνείᾱς , γαλήνεια fem acc pl γαληνείᾱς , γαλήνεια fem gen sg (attic doric aeolic) γαληνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl γαληνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)